φλογωπός — fiery looking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογωπόν — φλογωπός fiery looking masc/fem acc sg φλογωπός fiery looking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογωπά — φλογωπός fiery looking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Флогопит — [φλογωπός (τлёгопос) огнеподобный; по красноватому оттенку] м л, слюда, KMg3[(F, OH)2|AlSi3O10], крайний член непрерывной изоморфной серии Ф. аннит; также известна непрерывная изоморфная серия Ф.… … Геологическая энциклопедия
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
φλογοπίτης — ο, Ν (ορυκτ.) βασικό αργιλοπυριτικό ορυκτό τού καλίου, τού μαγνησίου και τού σιδήρου, μέλος τής ομάδας τών μαρμαρυγιών, αλλ. καστανός μαρμαρυγίας ή καστανή μίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlogopite < φλογωπός + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
φλογώψ — ῶπος, ὁ, ἡ, Α φλογωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + ώψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek