φλογωπός

φλογωπός
-όν, ΜΑ
αυτός που έχει όψη φλόγας, ο φλογώδης
μσν.
μτφ. (για τα μάτια σε κατάσταση θυμού) φλογερός
αρχ.
φρ. «φλογωπὰ σήματα» — οιωνοί που φανερώνονται από τη φωτιά (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγωψ, -ῶπος με μετάβαση στη θεματική κλίση σε -ος, -ον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλογωπός — fiery looking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογωπόν — φλογωπός fiery looking masc/fem acc sg φλογωπός fiery looking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογωπά — φλογωπός fiery looking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Флогопит — [φλογωπός (τлёгопос) огнеподобный; по красноватому оттенку] м л, слюда, KMg3[(F, OH)2|AlSi3O10], крайний член непрерывной изоморфной серии Ф. аннит; также известна непрерывная изоморфная серия Ф.… …   Геологическая энциклопедия

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • φλογοπίτης — ο, Ν (ορυκτ.) βασικό αργιλοπυριτικό ορυκτό τού καλίου, τού μαγνησίου και τού σιδήρου, μέλος τής ομάδας τών μαρμαρυγιών, αλλ. καστανός μαρμαρυγίας ή καστανή μίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlogopite < φλογωπός + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • φλογώψ — ῶπος, ὁ, ἡ, Α φλογωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + ώψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”